μονανθής — ές 1. (για φυτά) αυτός που έχει ένα μόνο άνθος 2. το ουδ. ως ουσ. το μονανθές βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κρασσουλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * ανθής < άνθος), πρβλ. χρυσ ανθής] … Dictionary of Greek
οικολογία — Τμήμα της βιολογίας που μελετά τις σχέσεις των έμβιων όντων μεταξύ τους και ιδιαίτερα με το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Πριν από λίγο σχετικά χρόνο, η ο., ως επιστήμη μελέτης, ήταν περιορισμένη στον γεωργικό τομέα, με αντικειμενικό και πρακτικό… … Dictionary of Greek
ρόχια — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής νότιας Αφρικής που ανήκει στην οικογένεια κρασσουλίδες τής τάξης σαξιφραγώδη … Dictionary of Greek
σέδο(ν) — το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κρασσουλίδες τής τάξης σαξιφραγώδη και περιλαμβάνει 600 περίπου είδη, από τα οποία 25 απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα, γνωστά με τις κοινές ονομασίες πετρόχορτα, κοχυλόχορτα,… … Dictionary of Greek
σεμπερβίβο — (Sempervivum). Γένος φυτών της οικογένειας των Κρασουλιδών με 15 περίπου είδη. Φυτρώνουν σε ορεινές περιοχές και είναι πόες πολυετείς, σαρκώδεις, χαμηλές, χωρίς μίσχο. Ο βλαστός τους, που φτάνει σε ύψος 5 εκ., σχηματίζεται από τα φύλλα που είναι… … Dictionary of Greek